Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τό δικαστήριο των

См. также в других словарях:

  • δικαστήριο — το 1. ο τόπος και το οίκημα όπου γίνονται οι δίκες. 2. το σύνολο των δικαστών που εκδικάζει μια υπόθεση: Πρόσεξε πώς απευθύνεσαι στο δικαστήριο. 3. η δικαστική αρχή: Τα δικαστήρια υπάγονται στο υπουργείο Δικαιοσύνης. 4. η δίκη: Αύριο έχω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ευρωπαϊκό Δικαστήριο — Δικαστικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται από 15 δικαστές και 8 γενικούς εισαγγελείς, οι οποίοι διορίζονται με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων για εξαετή θητεία. Αν και στη συνθήκη δεν ορίζεται κατανομή των δικαστών ανά… …   Dictionary of Greek

  • Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο — Δικαστήριο που ιδρύθηκε από το Σύνταγμα του 1975. Πρόκειται για ανώτατο δικαστικό όργανο με σκοπό τη διασφάλιση της πιστής τήρησης του συντάγματος, που έχει τις εξής αρμοδιότητες: 1) Εκδίκαση ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών,… …   Dictionary of Greek

  • Διεθνές Δικαστήριο — Ένα από τα κύρια όργανα που ίδρυσε ο ΟΗΕ για να προωθείται ο ειρηνικός διακανονισμός των διαφορών που ανακύπτουν ανάμεσα στα κράτη μέλη του καθώς και ανάμεσα σε ιδιώτες και κράτη. Η ανάγκη ύπαρξης ενός τέτοιου θεσμού εμφανίστηκε από παλιά, αλλά η …   Dictionary of Greek

  • Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο — (ΔΠΔ). Το πρώτο ανεξάρτητο και διαρκές διεθνές ποινικό δικαστήριο που ιδρύθηκε στις 17 Ιουλίου 1998 υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με την υιοθέτηση του καταστατικού του από τη Διπλωματική Διάσκεψη της Ρώμης. Το ΔΠΔ έχει ως αρμοδιότητα την εκδίκαση… …   Dictionary of Greek

  • ακυρωτικό δικαστήριο — Ο Άρειος Πάγος, το ανώτατο όλων των δικαστηρίων, το οποίο δεν δικαιοδοτεί αλλά απλώς ακυρώνει τις αποφάσεις των άλλων κατώτερων διακαστηρίων, όταν οι αποφάσεις τους αντιστρατεύονται τους νόμους. Ακυρωτικό είναι επίσης και το Συμβούλιο της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»